- αναπνοϊκός
- ἀναπνοϊκός, -ή, -όν (Α)ο σχετικός με την αναπνοή, αυτός που επιδρά σ’ αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπνοιά — και ανεπνοιά, η (Α ἀνάπνοια) αναπνοή, εισπνοή και εκπνοή νεοελλ. 1. μικρή οπή στην κορυφή βαρελιού για την άντληση με τη στρόφιγγα τού υγρού που περιέχεται μέσα σ’ αυτό 2. η βαλβίδα τού φυσερού τού σιδηρουργού, η οποία με το ρεύμα τού αέρα… … Dictionary of Greek